Μερικές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν. Έτσι και οι «τέλειες» σχέσεις που όλες ονειρευόμαστε όταν πραγματοποιηθούν ίσως αποδειχτούν η «αφορμή» για να αναζητήσουμε από την αρχή τον μεγάλο έρωτα.
Το αν τον βρούμε είναι άλλη ιστορία.
Η σχέση μου με τον Γιάννη ήταν κοντά στα πεντέμισι χρόνια και αν θα ήθελα να είμαι ειλικρινής στα όσα λέω, πρέπει να παραδεχτώ πως αποδείχτηκα πολύ τυχερή. Είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που σε κάθε ευκαιρία μου εκδήλωνε την αγάπη και τη ζεστασιά του και ένοιωθα πραγματικά ερωτευμένη μαζί του.
Όταν πριν από δύο χρόνια αποφασίσαμε να μείνουμε μαζί, είχα ενθουσιαστεί γιατί θα μπορούσαμε πλέον πολύ πιο εύκολα να κάνουμε τα πράγματα που μας ενδιέφεραν και να φτιάξουμε τον δικό μας χώρο με τον τρόπο που μας ταίριαζε.
Από την αρχή που μοιραστήκαμε από τη ντουλάπα ως την οδοντόβουρτσα και από το ποιος θα πλένει τα πιάτα μέχρι ποιανού είναι η σειρά να σφουγγαρίσει, όχι μόνο δεν εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα αλλά αντιθέτως δείχναμε να το απολαμβάνουμε κιόλας. Όσον αφορά στη σεξουαλική μας χημεία τα πράγματα τις περισσότερες φορές ήταν απόλυτα ικανοποιητικά, με κάποιες εξαιρέσεις που σχετίζονταν με την καθημερινή κούραση ή με το στρες της δουλειάς.
Ως πρώτη αλλαγή που θυμάμαι ήταν το ότι περιορίσαμε τις εξόδους μας και σιγά σιγά απομακρυνθήκαμε από το γνώριμο μας περιβάλλον.
Ο Γιάννης σπανίως έβλεπε τους κολλητούς του γιατί όπως έλεγε το να είναι μαζί μου συγκέντρώνε τα πάντα: φιλία, αγάπη, έρωτα.
Εγώ από την άλλη έβλεπα στο Γιάννη μια σχέση που μόνο στα όνειρα μου θα ευχόμουν. Η συναισθηματική ισορροπία και ασφάλεια που μου πρόσφερε και το ότι συνέχιζα να τον θεωρώ πολύ sexy, παρά την μακροχρόνια γνωριμία μας, έμοιαζαν σχεδόν εξωπραγματικά στις φίλες μου που βίωναν η κάθε μία με τον δικό της τρόπο αδιέξοδες ή αμφιλεγόμενες ερωτικές σχέσεις.
Πριν, που ανήκα και εγώ στο club «μα που χάθηκαν οι άνδρες της προκοπής» είχε άλλη αίγλη η επικοινωνία μαζί τους.
Όλοι λοιπόν θα συμφωνούσαν –και πρώτη από όλους εγώ- ότι το «τέλειο» είναι εφικτό αρκεί να βρεις τον κατάλληλο άνδρα και να προσευχηθείς –αν δεν είσαι τελείως ηλίθια- να μην τον χάσεις.
Εδώ μάλλον θα σας αιφνιδιάσω με κίνδυνο να χαρακτηριστώ κάτι πολύ περισσότερο από τελείως ηλίθια.
Το ουσιαστικό μέρος της ιστορίας ξεκινά με ένα καταραμένο email που είχα την φαεινή ιδέα να στείλω σε έναν τύπο που διατηρούσε ηλεκτρονικό περιοδικό στο Internet –και ήμουν fun του τρόπου γραφής του- εκφράζοντας με τον δικό μου τρόπο κάποιες σκέψεις για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας και τους ανθρώπους.
Τρίχες δηλαδή. Τον είχα δει όμως από τη μικρή φωτογραφία που είχε στο editorial και παρόλο που δεν ήταν αυτό που λέμε «τι παίδαρος είναι τούτος»- ο Γιάννης μακράν καλύτερος του- όσο συχνότερα επισκεπτόμουν την ιστοσελίδα και τον κοίταζα τόσο πιο χαριτωμένος και ενδιαφέρον μου φαινόταν.
Συνδυάζοντας και το «ποιητικό» ταλέντο του τον έβρισκα ολοένα και πιο ελκυστικό ,τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι όσο εφηβικό ή αφελές και να έμοιαζε το εγχείρημά μου, αν μία στις χίλιες έπαιρνα κάποια απάντηση γιατί κατάφερνα να τον «εντυπωσιάσω» θα αισθανόμουν κάποιο ιντριγκάρισμα, μια πρόκληση από κάποιον που δεν θα ήταν τριγύρω και είναι εύκολο να μπλέξεις και κυρίως δεν θα ήταν αποκλειστικά και μόνο ο Γιάννης.
Τώρα πια θεωρώ ότι ήταν μια υποσυνείδητη πράξη επιβεβαίωσης για κάποια σαν εμένα που το δεδομένο της υπέροχης σχέσης είχε περάσει από το πάθος στην συντροφικότητα και από τον τρελό έρωτα σε μια συνήθεια αγάπης.
Ότι δεν κινείται πεθαίνει. Η «τέλεια» εικόνα του ζεύγους στην πραγματικότητα είχε αρχίσει να «μπάζει». Και οι δυο μας αφεθήκαμε στη σιγουριά της, που δεν είχε πλέον κάτι καινούργιο να μας πει παρά το ότι ήμασταν πια δυο πολύ καλά και αγαπημένα «αδερφάκια» που ζούσαν μαζί, ενδιαφέρονταν ο ένας για τον άλλο, σκουπίζαμε τις μυξούλες μας με τρυφερότητα και πλέον κάναμε έρωτα με τέτοιο «σεβασμό» που ούτε σε Μοναστήρι δεν θα συνιστούσε σκάνδαλο!
Το ένοιωθα αλλά δεν ήθελα να το επαναλάβω. Είναι σαν να παίρνεις μια ευχή που είναι σχεδόν ακατόρθωτο να πραγματοποιηθεί και αφού την ευχαριστηθείς που σου «έκατσε», απλά μετά την πετάς στα σκουπίδια.
Νομίζετε ότι ήταν εύκολο να μου ψιθυρίσω και μόνο κάτι τέτοιο ή να θέλω να το παραδεχτώ και να μη ουρλιάξω στον εαυτό μου «πας καλά τρελή αχάριστη;»
Σε τέσσερις μέρες πήρα απάντηση. Σε τρεις -για να δείξω χαρακτήρα- έστειλα και εγώ.
Η διαδυκτιακή επικοινωνία σε ένα μήνα πήρε φωτιά. Σε δυο μετατράπηκε σε ηφαίστειο με έξυπνα υπονοούμενα και λογοπαίγνια που φανέρωναν μια οικειότητα τόσο απαγορευμένη όσο και ενδιαφέρουσα.
Πλέον η παρουσία του Γιάννη στο σπίτι μου φαινόταν εκνευριστική. Σαν να είχα μια μπάλα στο πόδι που έγραφε «σε αγαπώ» και εγώ δεν την ήθελα. Από μεριάς του εισέπραττε την «αναίτια» απόσταση και άλλοτε αντιδρούσε επιθετικά και γκρίνιαζε για το παραμικρό και άλλοτε συμπεριφερόταν με μια τρομοκρατημένη όσο και επίμονη τρυφερότητα, σα να ήθελε να τον διαβεβαιώσω ότι όλα είναι μια χαρά και το υπόλοιπο της ζωής μας θα το περάσουμε μαζί.
Και αυτό έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει.
Έκλαιγα όταν σκεφτόμουν την ημέρα που θα του το εξηγούσα και ένιωθα τα μάτια του να με κοιτάνε με ένα απέραντο «γιατί» που πλέον είναι πολύ αργά για να απαντήσεις.
Τα βράδια ξάπλωνα δίπλα του με γυρισμένη τη πλάτη και «ταξίδευα» σε μια άγνωστη από όλες τις απόψεις αγκαλιά χωρίς καμία σιγουριά, χωρίς κανένα δεδομένο μέλλον, καμιά εγγύηση για με ποιόν είχα να κάνω και τι μου επιφύλασσε η τύχη μαζί του.
Μπορεί να ήταν κανένα ανώριμο κάθαρμα, εγωπαθές και αλαζονικό που απλά θα ικανοποιούσε την αρσενική ματαιοδοξία του και τίποτα περισσότερο.
Ή κανένας κλαμένος αυτοκαταστροφικός που αφού με μετέτρεπε σε Μητέρα Τερέζα 24ωρης κατανόησης, αποφάσιζε ότι …αξίζω περισσότερα από ότι η ψυχονευρωσική περσοναλιτέ του μου προσφέρει και βρεθώ να εκτιμώ και να αναπολώ αυτό που με τα ίδια τα χεράκια μου φασκέλωσα.
Όμως η ζωή για να είναι ωραία δεν πρέπει να την αφήνεις να λιμνάζει ακόμα και σε μια δεδομένη σιγουριά. Άλλωστε οι ευκαιρίες του να δοκιμάσεις μοιάζουν με ζαριές που όσες φορές τις ρίχνεις αυξάνεις τις πιθανότητες να σου έρθει καμιά ακόμα πιο καλή. Μπορεί και όχι. Μα αν δεν το κάνεις, δεν θα το μάθεις ποτέ.
Το να καθίσω σε ηλεκτρική καρέκλα θα ήταν ασύγκριτα πιο χαλαρωτικό από εκείνο το απόγευμα που ήρεμα και με σπαρακτική συγκινησιακή φόρτιση δώσαμε το οριστικό τέλος με τον Γιάννη. Ήταν σαν ένας μικρός θάνατος.
Ακόμα κλαίω και μου λείπει. Όσο για τον διαδυκτιακό «φίλο» μου όταν ειδωθήκαμε αισθανθήκαμε πως ο ένας στον άλλο βρήκε επιτέλους το άλλο του μισό.
Έτσι βέβαια λέγαμε και με τον Γιάννη. Δεν μπορώ όμως να πω τίποτα άλλο για αυτό. Είναι μια ιστορία που μόλις αρχίζει. Και δεν ξέρω αν μετανιώσω αλλά επιτέλους είμαι ξανά τόσο ερωτευμένη που τη ρισκάρω.
Σημείωση: Το κείμενο της κας Έλενας Κάντζιου είχε ως πηγή τη συνέντευξη που πήρε από μια γυναίκα, η οποία και διηγήθηκε στη γράφουσα την εμπειρία της. Δεν πρόκειται για ημερολογιακή καταγραφή προσωπικών εμπειριών της κας Κάντζιου…