Από χρόνου αμνημονεύτου, δηλ. προ της θεωρουμένης ως γνωστής σήμερα Ιστορίας της ανθρωπότητος, σύμφωνα όμως προς νεώτερας ερεύνας διαφόρων στοιχείων, όπως οι «Ορφικοί Ύμνοι» και ακόμη κατά μιαν εκδοχήν του αρχαιοελληνικού Μύθου, όπου αναφέρεται ότι ο Κένταυρος Χείρων, κατόπιν επινεύσεως του υπάτου των Θεών Διός,
κατέστρωσε την πρώτην κατάταξιν των αστέρων, την εδίδαξε και την παρέδωσε εις τους Αργοναύτας (μεταξύ των οποίων ως Ιερεύς και διδάσκαλός των συγκατελέγετο και ο θείος Ορφεύς, ο οποίος κατέγραψε τας αστρονομικάς αυτάς γνώσεις) εκτιμάται ότι οι πρωτέλληνες εκαλλιέργησαν και ανέπτυξαν την επιστήμην της αστρογνωσίας, με τον πλέον ακριβή τρόπον.
Καθηγητή (CH) της Κοινωνικής Ψυχολογίας και της Βιοηθικής.
Το γεγονός τούτο προκύπτει, κατά την σύγχρονον εποχήν και από το ότι ο αείμνηστος διαπρεπής αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης το 1964 εις την διδακτορικήν του Διατριβήν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών ησχολήθη ερευνητικά με τα αστρονομικά στοιχεία τα περιεχόμενα εις τους Ορφικούς Ύμνους παραβάλλων προς αυτά την εικόνα του ενάστρου Ουρανού κατά την 2αν π.Χ. χιλιετίαν από τας γεωγραφικάς συντεταγμένας του κυρίως Ελλαδικού χώρου μέχρι της Κρήτης. Η κατάληξις δε της σημαντικής αυτής ερεύνης ήσαν αξιόλογα και επιστημονικώς έγκυρα μέχρι σήμερα συμπεράσματα όχι μόνον δια την χρονολόγησιν του περιεχομένου των ανωτέρω Ύμνων, αλλά και δια την επισήμανσιν των εκεί περιλαμβανομένων, πολύ προηγμένων δια την τότε ιστορικήν περίοδον, αστρονομικών γνώσεων και πληροφοριών.
Συμφώνως λοιπόν προς την Ορφικήν παραδοχήν και βάσει του Ύμνου του Ουρανού, όπου περιέχεται και ο στίχος « σφαιρηδόν ελισσόμενος περί γαίαν» ο Ουρανός ορίζεται ως μια περιστρεφομένη σφαίρα με συγκεκριμένον περιοδικόν χρόνον και με άξονα περιστροφής διερχόμενον δια των πόλων του, εκ των οποίων ο Βόρειος Ουράνιος πόλος εσηματοδοτείτο γενικώς από την «Ελίκην» ή Άμαξαν, δηλ. την γνωστήν μας Μεγάλην Άρκτον και μάλιστα κατά την εποχήν όπου η ευθεία από τον βόρειον γήινον πόλον εκτεινομένη προσέβλεπε αρχικώς εις ένα εκ των αστέρων του αστερισμού του Δράκοντος, μέχρι του 3.000 π.Χ. περίπου και εν συνεχεία, λόγω της «μεταπτώσεως ή πομπής των ισημεριών», εις τον και σήμερον αναγνωριζόμενον «πολικόν αστέρα» τον ευρισκόμενον εις το άκρον της ουράς του αστερισμού της Μικράς Άρκτου.
Επίσης εις την Ορφικήν Διδαχήν περιέχεται η γνώσις της φαινομενικής ημερησίας κινήσεως της ανωτέρω σφαίρας, ως και της περιστροφικής κινήσεως των αστέρων, η οποία αναφέρεται εις τον Ορφ. Ύμνον των «άστρων» «… εγκυκλίοις δίναισι περιθρόνια κυκλέοντες» και με τον περιοδικόν τους χρόνον (δηλ. ανατολής των ή «εώας επιτολής» των και της δύσεώς των). Ακόμη εγνώριζαν ήδη την εκλειπτικήν ζώνην, η οποία εις το μέσον της τέμνεται με το νοητόν επίπεδον της τροχιάς της γης περί τον Ήλιον, την οποίαν επενόησαν να ονομάσουν Ζωδιακόν κύκλον (= κύκλον των ζώντων) και ο οποίος οριοθετείται και υποδιαιρείται εις 12 ή 13 αστερισμούς, (όπως εκτενώς αναπτύσσεται το θέμα εις άρθρον του γράφοντος «Αρχετυπικοί Συμβολισμοί και Ουράνιοι Μύθοι εις την Αρχαίαν Ελλάδα» εις προηγούμενον τεύχος του ανά χείρας περιοδικού «Ζωή και Ζώδια»), δια των οποίων φαινομενικώς κινούνται κατά την διάρκειαν ενός γηίνου έτους, αλλά και κατά την διάρκειαν ενός «Μεγάλου ενιαυτού» ή Κοσμικού έτους, ο Ήλιος, οι πλανήται συμπεριλαμβανομένης και της Γαίας, καθώς και η Σελήνη. Σημειώνεται επίσης ότι εις τας κινήσεις των Ουρανίων σωμάτων προσέδιδαν καμπύλας τροχιάς (δηλ. κυκλικάς ή ελλειψοειδείς) καθέτους προς τον άξονα του Ουρανού.
Ακόμη εχρησιμοποιούσαν γενικώς τους ορισμούς «αειφανείς» ή «αμφιφανείς» δια τα άστρα και διεχώριζαν επίσης τα Ουράνια σώματα εις απλανείς αστέρας (ουρανίους) και διάττοντας πλανήτας (χθονίους). Αυτούς τους πλανήτας εις το σύνολόν των εις τους Ορφικούς Ύμνους τους αποκαλούσαν «επταφαείς», εκ των οποίων οι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού ήσαν και είναι οι εξής 5: Κρόνος, Ζεύς ή Δεύς, Άρης, Αφροδίτη και Ερμής, συμπεριλαμβανομένων και των «Φώτων» Ηλίου και Σελήνης, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός 7. Η περιοχή της ζώνης του Ζωδιακού ωνομάζετο «επταφαείς ζώναι», πάλιν από τον ίδιον Ύμνον των «άστρων» «… επταφαείς ζώνας εφορώμενοι…», παρ’ όλον δε ότι τα σύμβολα των 12 Ζωδίων έχουν παναρχαίαν Ελληνικήν ονομασίαν, εν χρήσει μέχρι και σήμερα, ανεφέροντο, ως φαίνεται, τότε μόνον τα ονόματα των 7 «εποπτών» των (των προηγουμένως αναφερθέντων πλανητών και φώτων του συστήματός μας, ήτοι: η Αφροδίτη του Ταύρου, ο Ερμής των Διοσκούρων – Διδύμων, η Αθηνά και μετέπειτα η Άρτεμις του Καρκίνου, ο Φάνης ή ο Φοίβος του Λέοντος, η Δηώ (=Δήμητρα) ή η Κόρη- Περσεφόνη της Παρθένου, ο Άρης των Χηλών του Σκορπίου, ο Ζεύς του Κενταύρου – Τοξότου και ο Κρόνος του Αιγόκερω, χωρίς να παραλείψωμεν τον Ποσειδώνα των Ιχθύων). Επίσης η ονομασία της εκλειπτικής εντός του Ουρανίου θόλου ήτο «Οίμος», δηλ. δρόμος.
Όσον αφορά τον Ήλιον, εθεωρείτο πηγή ζωής κινήσεως και ενεργείας, ως κέντρον εκπομπής του Φωτός, ο οποίος έλκει τα υπόλοιπα πέριξ αυτού Ουράνια σώματα, «… κόσμου τον εναρμόνιον κόσμον έλκων…» (Ορφ. Ύμνους εις Ήλιον) προκαλών με αυτόν τον τρόπον τας περιστροφικάς των κινήσεις και τα φαινόμενα του Σύμπαντος, καθώς και διεγείρων τας ζωτικάς των δυνάμεις, ως «… κάρπιμος Παιάν». Είχαν κατορθώσει να επιτύχουν ακριβείς μετρήσεις και εγνώριζαν τας 4 εποχάς, δηλ. τας 2 ισημερίας και τα 2 ηλιοστάσια, άπαξ και ο Ήλιος σημειδοτεί την έναρξιν και διάρκειάν των αναλόγως της εκάστοτε θεάσεώς του «… κράσιν έχων Ωρών» (Ώραι = εποχαί, αι κατά την Μυθολογίαν θυγατέρες του Διός: Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη) καθώς και τον διαμοιρασμόν των περισσευουσών 5 ημερών κατά τον ετήσιον κύκλον όπως και την διαφοράν των 4 ωρών κατά την διάρκειαν των εποχών κατά το Λυκαυγές και το Λυκόφως. Επίσης, όπως αποδεικνύεται από τους υπολογισμούς και τας μετρήσεις, τας οποίας επραγματοποίησεν ο προαναφερόμενος αστρονόμος Κων/νος Χασάπης εις την Διατριβήν του, ακριβεστάτη ισότης μεταξύ των εποχών του έτους εσημειώθη κατά τας χρονολογίας 11.835π.Χ. και 1.366π.Χ. . γεγονός το οποίον περιγράφεται εις στίχους του Ορφ. Ύμνου του Απόλλωνος ως εξής: «… αρμονίη κεράσας (ο Φοίβος Απόλλων) την παγκόσμιον ανδράσι μοίραν μίξας χειμώνος θέρεός τε ίσον αμφοτέροισιν…» και του οποίου ο αστρονομικός και χρονολογικός εντοπισμός, πέραν του χρονικού ορίζοντος περί της δράσεως του Ορφέως του προσδιοριζομένου εις το «Πάριον Χρονικόν», έγινεν αιτία χρονολογήσεως, υπό του ιδίου αστροφυσικού επιστήμονος εις την αναφερθείσαν μελέτην του, των Ορφικών Ύμνων.
Αξιοσημείωτος ακόμη είναι η γνώσις των Ορφικών δια το φαινόμενον της πλαγίας μετατοπίσεως του άξονος περιστροφής της Γης κατά 1ο ανά 72 γήινα έτη εις την περιφέρειαν των 360ο του Μεγίστου κύκλου του Ουρανού, ήτοι την ονομαζομένην «μετάπτωσιν ή πομπήν των ισημεριών», εις διάστημα 26.000 περίπου ετών, δια την ολοκλήρωσιν της διαδρομής της Γης και του Ηλιακού μας συστήματος εντός ενός πλήρους ή μεγάλου κύκλου, ήτοι του προαναφερθέντος «Μεγάλου ενιαυτού» των Πυθαγορείων και του Πλάτωνος.
Όσον αφορά την Σελήνην, αυτή εθεωρείτο ετερόφωτος, και παρομοία προς την Γην από πλευράς συστάσεώς της. Εγνώριζαν ακόμη τας ακριβείς επιδράσεις της επί των εμβίων όντων, της βλαστήσεως των παντός είδους φυτών, κυρίως δε επί των υδάτων, ως επίσης και ότι διαγράφει σιγμοειδή γραμμήν, «ελικόδρομον» κατά τον Όρφ. Ύμνον της Σελήνης, και όχι κλειστόν κύκλον κατά την τροχιάν της. Την διέκριναν δε, αναλόγως προς τας φάσεις της, εις «αύξουσαν» από της νέας Σελήνης προς την Πανσέληνον και «φθίνουσαν» από την Πανσέληνον προς την Νεαν Σελήνην, σύμφωνα με τον Ορφ. Ύμνον εις Σελήνην «… φέγγει τρισσώ λαμπομένη» και εχρησιμοποιούσαν δια αυτάς τους ορισμούς «μηνίσκος» (από το Μήνης = Σελήνη εκ του φαινομένου σχήματός της) και «κέρατα», όπως περιγράφονται αι φάσεις της ακόμη και μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά την Γήν, αναφέρεται ως σφαιρική, περιστρεφομένη πέριξ του άξονός της, του οποίου η νοητή προέκτασις συμπίπτει προς τον άξονα της Ουρανίας σφαίρας. Συμφώνως λοιπόν προς την ανωτέρω αρχήν, ο Ουρανός φαίνεται να περιστρέφεται επ’ αυτού του άξονος, γεγονός το οποίον εσήμαινεν ότι: α) η Γή ευρίσκετο εις το κέντρον της Ουρανίας σφαίρας και β) ότι ο άξων περιστροφής της είναι λοξός προς τον Ήλιον, ο οποίος είναι ακίνητος, κεντρικός πυρήν του Συστήματος. Επιπλέον είχαν διαχωρίσει τας Γηίνας περιοχάς εις Ζώνας, εκ των οποίων 2 πολικάς, 2 ευκράτους, 2 τροπικάς και τον Ισημερινόν, όπως ισχύει μέχρι σήμερα και με γνώσιν τόσον ακριβών και λεπτομερών στοιχείων, αναλόγων προς τας συγχρόνους μετρήσεις και εξακριβώσεις, πέραν του ότι φαίνεται ότι είχαν γνώσιν δια τον Βόρρειον Σέλας, η οποία επανανεκαλύφθη υπό των αστρονομικών παρατηρητών την 25/1/1938.
Όσον αφορά την διάρκειαν του έτους και επομένως το ημερολόγιον τονίζεται ότι αυτά ήσαν Σεληνιακά, δηλ. περιελάμβαναν 12 συνοδικούς μήνας (29,5 ημέραι Χ 12 μήνες). Έκαστον μήν ωρίζετο μεταξύ 2 πανσελήνων, ενώ η μέτρηση των ημερών εξεκινούσε από εκάστην νέαν πανσέληνο, ωρίσθη δε δια λόγους ακριβείας, η διαδοχική ακολουθία των μηνών να περιλαμβάνη 29 και 30 ημέρας εναλλάξ. Με αυτόν δε τον τρόπον το σεληνιακό έτος των Ορφικών περιείχεν 29 ημ., 12 ώρ., 44΄ και 2,8΄΄ Χ 12 μην. = 354,367 ημέρας. Τέλος αναφέρεται ότι η αρχή εκάστου φυσικού έτους καθωρίζετο από τον χρόνον της πρώτης εαρινής πανσελήνου, η οποία κατά την εποχήν αρκετά προ του 1800π.Χ. περίπου και επί 2.160 έτη προηγουμένως αυτής, συνέπιπτε με την περιοχήν του Ζωδιακού όπου ευρίσκεται ο αστερισμός του Ταύρου, δι’ αυτό δε κατά την διάρκειάν της προσεφέρετο θυσία Τράγου προς τιμήν του θεού Διονύσου και ετελούντο Διονυσιακαί τελεταί με επίκεντρον αυτήν την θυσιαστικήν προσφοράν επ’ ευκαιρία της αναγεννήσεως της Φύσεως. Τέλος εις τους Ορφικούς ήτο γνωστή η διαφορά της διαρκείας της ηλιοφανείας της ημέρας εν σχέσει προς την διάρκειαν της νυκτερινής περιόδου εις εκάστην εποχήν ελλείψει κανονικής περιοδικότητος μεταξύ ανατολής και δύσεως του Ηλίου, κατά την διάρκειάν των.
Εις τα προηγουμένως παρατεθέντα στοιχεία αξίζει να προστεθή το γεγονός ότι 48 σχηματισμοί αστέρων του Ουρανίου θόλου και πέραν των πλανητών του Ηλιακού μας συστήματος, μεταξύ των οποίων και οι 13 Ζωδιακοί Αστερισμοί, φέρουν αρχαιοελληνικάς ονομασίας θεών, ημιθέων και ηρώων εκ της Μυθολογίας μας, αι οποίαι ισχύουν μέχρι σήμερα, καταγεγραμμέναι εις τον κατάλογον της Διεθνούς Αστρονομικής Ενώσεως.
Από την ανάλογον εκτίμησίν όλων αυτών προκύπτει το συμπέρασμα ότι η προέλευσις της επιστήμης της Αστρονομίας και Ουρανογραφίας, παραλλήλως δε και η μελέτη της σημειοδοσίας και του συμβολισμού των εκάστοτε θέσεων των ουρανίων σωμάτων εν σχέσει προς την Γήν και τα όντα αυτής, υπό την ονομασίαν την Αστροσκοπίας – Αστρολογίας, (δηλ. της μελέτης των τάσεων και των ενδεχομένων ευοιώνων ή δυσοιώνων εποχών, ημερών και ωρών του έτους δια την πραγμάτωσιν ή μη διαφόρων ενεργειών σοβαράς σημασίας όσον αφορά γενικώτερα, αλλά και ατομικά ζητήματα αργότερα), βάσει σχηματισμού και του σχετικού εκάστοτε Αστρολογικού Χάρτου ή Ωροσκοπίου (γενεθλιακού ή ωριαίου), φέρεται να έχουν την πρωταρχήν των εις την παναρχαίαν πρωτελληνικήν εποχήν.
Ζωή και Ζώδια