Όταν οι γυναίκες πάνε στο κομμωτήριο, οι άντρες παρακολουθούμε εκστατικοί και για κάποιο λόγο μας ανοίγει η όρεξη για ποπ κορν!
H παράσταση αρχίζει και το έργο έχει δράμα, δάκρυ, ένταση, αλλά κυρίως πολύ γέλιο. It’s show time!
Όταν ήμουν πιτσιρικάς, πήγαινα στον κουρέα της γειτονιάς μου, του ζητούσα ένα απλό κούρεμα και ξεμπέρδευα. Στην επόμενη φάση της ζωής μου άρχισα να χρησιμοποιώ και τζελ. Σήμερα, στο ντουλάπι του μπάνιου μου έχω τουλάχιστον πέντε προϊόντα για τα μαλλιά και όποτε πάω για ψώνια κάνω εξονυχιστικούς ελέγχους στα ράφια, μπας κι έχει βγει κάνα καινούριο και μου ’χει ξεφύγει. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο κουρέας είναι πια πολύ «λίγος» για να καλύψει τις στιλιστικές μου ανάγκες. Μοιραία λοιπόν –και μαζί με πολλούς άλλους νευρωτικούς– αναζήτησα τη λύση στο κομμωτήριο.
Δεν είμαστε όμως μόνο οι άντρες που αλλάξαμε. Η «αναβάθμιση» χτύπησε και τα ίδια τα κομμωτήρια. Τώρα πια τα λένε beauty salons – σαλόνια ομορφιάς. Μοντέρνοι, ντιζαϊνάτοι χώροι με αναπαυτικά καθίσματα και άψογο σέρβις, λειτουργούν σαν μικρές Disneyland, για όλους εμάς τους «νεομυημένους», αλλά κυρίως για τις «απόλυτες κυρίαρχες του παιχνιδιού», τις γυναίκες. Το κομμωτήριο είναι για τις γυναίκες ό,τι για τους άντρες το γήπεδο. Είναι το μέρος που πάνε για να εκτονωθούν, να χαζολογήσουν και να πετύχουν την πολυπόθητη ψυχική τους ανάταση.
Ενώ όμως το γήπεδο δεν το λες και αγαπημένο γυναικείο προορισμό, για έναν άντρα το κομμωτήριο –ειδικά αν έχει χιούμορ και είναι και στις καλές του– μπορεί να αποτελέσει μια απολαυστικότατη εμπειρία. Αρκεί να παρατηρεί. Γιατί τα όσα εκτυλίσσονται μέσα στο ομιχλώδες (από τη λακ) τοπίο, δίνουν νέα πνοή στην έννοια του σουρεαλισμού και θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν ειδικό μάθημα στη σχολή της Κοινωνιολογίας. Και φυσικά, τα πιο ενδιαφέροντα για αυτή τη «μελέτη» ήταν, είναι και θα παραμείνουν τα συνοικιακά. Γιατί καλός ο εκσυγχρονισμός, δε λέω, όμως είναι αυτή η αύρα της γειτονιάς που μετατρέπει το κομμωτήριο σε καφενείο του χωριού και χρίζει απλόχερα πρόεδρο την κομμώτρια- ιδιοκτήτρια…
Επιχείρηση… Χρυσή χτένα
Σε περίπτωση που ο εκσυγχρονισμός που λέγαμε παραπάνω την έχει χτυπήσει κατακέφαλα, η ιδιοκτήτρια Βαρβάρα συστήνεται ως Barbara, η Κυριακή γίνεται Sandy, η Ευγενία Τζένη και πάει λέγοντας. Οι υπόλοιπες, που δε χαμπαριάζουν από μοντερνισμούς, διατηρούν τα βαπτιστικά τους και η μόνη πιθανή μετατροπή γίνεται με τη μορφή υποκοριστικών τύπου Σούλα, Κική και Ρίτσα. Με την ίδια μέθοδο αλλάζουν όνομα και στις βοηθούς τους, οι οποίες όμως αργούν να αφομοιώσουν τη νέα τους ταυτότητα, με αποτέλεσμα τον πρώτο καιρό να μην απαντούν στο κάλεσμα της «αφέντρας» και η, ούτως ή άλλως, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι. Για την ιδιοκτήτρια οι υπάλληλοί της θεωρούνται αναγκαίο κακό. Ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη με τις επιδόσεις τους και είναι πάντα σε ετοιμότητα ώστε να προλάβει το «λάθος». Μόλις αυτό συμβεί, τρέχει προς την πελάτισσα με τον αέρα της «κορυφαίας», σώζει την κατάσταση, ενώ η βοηθός της εισπράττει τόσο απαξιωτικά βλέμματα που την κάνουν να «φλερτάρει» επικίνδυνα με το οξυζενέ, καθώς η αυτοκτονία μοιάζει ως η μόνη λύση. Και όχι, η ιδιοκτήτρια δεν είναι κακιά, είναι απλώς τελειομανής…
Ωστόσο η «ατυχία» κατά καιρούς χτυπά και τη δική της πόρτα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξεχνιέται με το ψαλίδι και η κυρία που πήγε για να της πάρει λίγο την ψαλίδα, καταλήγει σαν τη Μάρω Λεωνάρδου. Άλλοτε πάλι «κάτι δεν πάει καλά» με τη βαφή και η επίδοξη κοκκινομάλλα εγκαταλείπει την καρέκλα της –και για λίγο καιρό τα εγκόσμια– με ένα χρωματάκι που κόκκινο δε το λες, καροτί όμως το λες -και κλαις! Όποιο έγκλημα κι αν έχει διαπράξει, η αρχικομμώτρια παραμένει ατάραχη και ξεστομίζει την ατάκα sos «καλά, δεν ξέρεις πόσο σου πάει!». Παραδόξως, τις περισσότερες φορές γλιτώνει τη μήνυση και δεν χάνει την πελάτισσα.
Άλλωστε παίζει τη γυναικεία ματαιοδοξία στα δάχτυλα. Όταν πια το «κατά λάθος φρικιό» αποχωρεί, η ηρωίδα μας καταρρέει και πετάει την δεύτερη κλασική της ατάκα «κάποιος με μάτιασε σήμερα – επάνω του να πέσει!». Γιατί πώς αλλιώς ΑΥΤΗ θα έκανε ένα τέτοιο ατόπημα, αν δεν είχαν ενεργήσει οι σκοτεινές δυνάμεις; Φτου στον κόρφο της….
Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δε φταίει η κομμώτρια για το «θέατρο του παραλόγου» που έχει υιοθετήσει ως συμπεριφορά. Η ζωή την έκανε έτσι. Γιατί, εκτός του ότι πρέπει να τα βγάλει πέρα με την επιχείρηση, πρέπει κάθε μέρα να συνδιαλέγεται με δεκάδες γυναίκες, που στην πλειοψηφία τους είναι – με την καλή έννοια – «θεότρελες»!!!
Τα νεύρα μου, τα χάπια μου …και μια βαφή να φύγω!
Έτσι, όταν μια κοπέλα με προβλήματα περάσει το κατώφλι του «ναού» γίνεται αυτομάτως η χαρά της κομμώτριας. Επάνω της θα βγάλει το άχτι της, καθώς λατρεύει τους πειραματισμούς –στα ξένα κεφάλια, πάντα! Θα της προτείνει ό,τι πιο εξεζητημένο κυκλοφορεί στην πιάτσα, καθώς και πολλά που δεν κυκλοφορούν ούτε τις Απόκριες!
Η πελάτισσα, βυθισμένη μέσα στην όποια συμφορά της, καταλήγει πειθήνιο όργανο στα χέρια του «δολοφόνου με το ψαλίδι». Δεν πρόκειται να φύγει αν δεν γίνει, κυριολεκτικά, αγνώριστη. Μια κοπέλα με απλά, καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους, αποκλείεται να σηκωθεί από την καρέκλα της προτού μεταμορφωθεί σε πανκ κοκκινομάλλα ή στην ξεφτίλα, σε Μαντόνα. Η όλη διαδικασία μπορεί να κρατήσει και πέντε ώρες, αφού πολλές φορές επιλέγεται η μέθοδος «λάου λάου»: «Να κόψουμε λίγο ακόμα; Να ανοίξουμε κι άλλο το χρώμα; Τι θα έλεγες για περμανάντ;» Τελικά τα κάνει όλα και φεύγει ενθουσιασμένη. Λίγες μέρες αργότερα, όταν πια το ντεκαπάζ έχει εξατμιστεί και η λογική έχει επανέλθει στη θέση της, απλά αλλάζει κομμωτήριο, μπας και επανορθώσει τα ανεπανόρθωτα. Για λίγο καιρό επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με τα καπέλα…
Η άλλη «συμπαθής» κατηγορία είναι οι «θαυμάστριες», ή αλλιώς τα θύματα της μόδας. Μόλις το ίνδαλμά τους αλλάξει look, την επόμενη τρέχουν στο κομμωτήριο με μια φωτογραφία στο χέρι και βάζουν μπροστά το σχέδιο «αντιγραφή». Στην Ελλάδα πρώτη και με διαφορά στη λίστα των wannabe έρχεται η Άννα Βίσση. Την εποχή που επέλεξε το φλογερό κόκκινο, στην Αθήνα όπου κι αν έπεφτε το μάτι σου παιζόταν το σήριαλ «(Κακο)βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά». Γιατί η αντιγραφή συνήθως καταλήγει σε κακέκτυπο. Η Βίσση, η Βανδή, η Λόπεζ και όλες οι star αφενός έχουν τον προσωπικό τους κομμωτή, που την όποια αλλαγή την έχει μελετήσει ευλαβικά, αφετέρου ως star που είναι μπορούν και να την υποστηρίξουν. Το κορυφαίο δε συνέβη πέρσι το καλοκαίρι, όταν η Βίσση ξύρισε το κεφάλι της, και λίγο καιρό αργότερα γεμίσαμε μικρές Μοϊκανές. Ειλικρινά, εύχομαι η Βίσση κάποια στιγμή να ξυριστεί γουλί… Θα γελάσει κάθε πικραμένος!
Η άλλη κατηγορία που συναντά κανείς στο κομμωτήριο και προκαλεί πονοκέφαλο στις κομμώτριες είναι οι «συντηρητικές» ή έστω οι απόλυτες. Έχουν σαφέστατη άποψη για το τι θέλουν και δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένες να παίξουν το παιχνίδι της ευφάνταστης κομμώτριας. Όταν λένε κόψιμο «ένα δάχτυλο» το εννοούν. Αν το πράγμα ξεφύγει έστω και μισό πόντο, «ο τρελός είδε τον κουρεμένο και φοβήθηκε». Φωνές, απειλές, διασυρμός, με μια λέξη πανικός. Σε αυτή την περίπτωση ούτε οι «γαλιφιές» της ιδιοκτήτριας είναι ικανές να ηρεμίσουν τα πνεύματα. Όταν πλέον φεύγει, γκαρίζοντας, η αρχικομμώτρια στρέφεται προς τις άλλες και αποτελειώνει τη σκηνή με την –άλλη- αγαπημένη της ατάκα: «Άντε μωρέ με την τρελή, γι’ αυτό δε βρίσκει άντρα». Φυσικό κι επόμενο μετά το περιστατικό να καταρρεύσει… Και τότε το λόγο έχει η ψυχανάλυση…
Σεσουάρ για… ψυχολόγους!
Κάτω από τα πιστολάκια και τα πινέλα εκτυλίσσονται τα μεγαλύτερα δράματα. Κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να πάρει τον πόνο της και να τον πάει για ανταύγειες! Η καρέκλα μετατρέπεται σε ντιβάνι και η ασθενής βγάζει τα εσώψυχά της. Χωρισμοί, ζήλιες, ίντριγκες, προβλήματα με τη συνάδελφο ή την πεθερά, είναι θέματα που απασχολούν το κομμωτήριο σε ημερήσια διάταξη. Ρόλο Φρόιντ αναλαμβάνει και πάλι η αρχικομμώτρια. «Έχεις δίκιο, κορίτσι μου», «Να ξεκαθαρίσεις αμέσως την κατάσταση», «Κοίτα και λίγο τον εαυτό σου», και φυσικά η φράση «Όλοι οι άντρες ίδιοι είναι», που ακούγεται συχνότερα κι από τη λέξη «μαλλιά»!Είναι δε τέτοιες οι ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες του κομμωτηρίου, που πολλές πελάτισσες το επισκέπτονται κυρίως για να μιλήσουν και παρεμπιπτόντως ρίχνουν κι ένα χτένισμα. Σταδιακά η έντασή τους μειώνεται, χαλαρώνουν και η ψυχανάλυση δίνει σκυτάλη στο κουτσομπολιό.
Μιλάμε για πολύ κουτσομπολιό! Από επώνυμους μέχρι τον οποιονδήποτε, και κυρίως ΤΗΝ οποιαδήποτε είχε την ατυχία να ζει και να κινείται ανάμεσά τους. Το κομμωτήριο άλλωστε επιδρά στη γυναικεία συμπεριφορά όπως και το αλκοόλ. Παίρνει την όποια γυναικεία τάση και την πολλαπλασιάζει επί δέκα. Έτσι, ακόμη και η κυρία που διακρίνεται από μια «απλή κοινωνική περιέργεια», μόλις περάσει την πόρτα του salon εξελίσσεται σε Τατιάνα! Στο τέλος φιλιούνται σταυρωτά και ανανεώνουν το ραντεβού τους, με αγαπημένη μέρα το Σάββατο. Τότε άλλωστε πάω κι εγώ. Χαζός είμαι να χάσω το χαβαλέ;
Υ.Γ. Απευθύνω έκκληση στην κομμώτριά μου: Αγαπητή Μαίρη, τα όσα διάβασες παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν έχουν πρόθεση να θίξουν ή να προσβάλουν εσένα, τον κλάδο ή τις πελάτισσες και ο μόνος στόχος ήταν το χιούμορ. Σε παρακαλώ θερμά, την επόμενη φορά που θα έρθω, μη φύγω σαν τον Κότζακ. Ευχαριστώ εκ των προτέρων.