Εισαγωγή – Τι είναι η διαίσθηση; Είμαστε πια στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Κοντεύοντας να κλείσουμε τη δεκαετία και γυρίζοντας προς τα πίσω μπορούμε πλέον να παραδεχτούμε ότι από τον εικοστό αιώνα και μετά έχουν γίνει πλέον ορατά τα όρια της λογικής, του ορθολογισμού και της επιστημονικής μεθόδου ως μέσων καθοδήγησης στη ζωή. Με αυξανόμενο ρυθμό ο κόσμος στρέφεται σε αντιλήψεις και μεθόδους κατανόησης των πραγμάτων που δε στηρίζονται σε στοιχεία που μας δίνουν οι πέντε αισθήσεις μας, μεθόδους όπως η διαίσθηση και η πίστη.
Η διαίσθηση έχει αμφίβολη αξία και εκτίμηση στις μέρες μας. Θεωρείται σαν κάτι ανεξήγητο και αναξιόπιστο και κάτι που έχει να κάνει κυρίως με τον κόσμο του θηλυκού. Υπάρχουν μελετητές όμως που υποστηρίζουν ότι η διαίσθηση μπορεί να εξασκείται συνειδητά και να είναι τόσο ακριβής στα αποτελέσματα της όσο και η λογική. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η διαίσθηση μπορεί να γίνει αντικείμενο εξάσκησης με τον ίδιο τρόπο που η γυμναστική και ο διαλογισμός εξασκούν το σώμα και τη συγκέντρωση.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να δούμε πώς λειτουργεί η διαδικασία της διαίσθησης και αν υπάρχουν τρόποι για να την αναπτύξουμε. To άρθρο βασίστηκε κυρίως στη δουλειά της Laura Day που θεωρείται στην Αμερική ως η μεγαλύτερη ίσως διαισθητικός. Η Laura Day μέσα από τα γραπτά και τις ιστοσελίδες της έχει δημιουργήσει ένα σύστημα εκπαίδευσης στη διαίσθηση, που περιλαμβάνει τόσο θεωρητικές προσεγγίσεις όσο και – κυρίως – βιωματικές ασκήσεις.
Ξεκινώντας λοιπόν ας κάνουμε την πρώτη μας ερώτηση. Τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως διαίσθηση; Τι ακριβώς κάνει αυτή η λειτουργία; Η διαίσθηση θα μπορούσαμε να πούμε ότι δίνει απαντήσεις. Απαντήσεις σε ερωτήματα που θέτει ο νους και η καρδιά. Τις απαντήσεις αυτές μαθαίνουμε να τις βρίσκουμε με μια σειρά από βιωματικές ασκήσεις. Ασκήσεις όπως: «Τι βλέπεις αυτή τη στιγμή στο δωμάτιο;» ή «Τι είναι πιο σημαντικό για εσένα αυτή τη στιγμή;» έχουν στόχο να κινητοποιούν την άμεση και χωρίς σκέψη απόκριση. Οι απαντήσεις καταγράφονται συνήθως σε ένα μαγνητόφωνο και μετά καθαρογράφονται σε ένα βιβλίο σημειώσεων για μελλοντική αναφορά.
Η διαίσθηση μας απαντά σε ότι τη ρωτάμε. Αν η ερώτηση μας είναι σαφής, θα λάβει και σαφή απάντηση. Αλλιώς η απάντηση μπορεί να είναι διφορούμενη και να μας αποπροσανατολίσει.
Για παράδειγμα στην ερώτηση: «Θα γίνω ποτέ ευτυχισμένος;» μπορεί να υπονοούνται κατά βάθος άλλα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με το πώς βλέπουμε εμείς την ευτυχία («θα γίνω ποτέ πλούσιος;». «Θα έχω ποτέ τρεις γυναίκες ταυτόχρονα;», «Θα έχω ποτέ αρκετό ελεύθερο χρόνο»). Ή στην ερώτηση «Να δεχτώ την καινούρια δουλειά;» υπονοείται ίσως «Θα μου σώσει η νέα δουλειά περισσότερα χρήματα;» ή «Θα έχω στη νέα δουλειά περισσότερη αναγνώριση;» ή «Θα μου μένει με τη νέα δουλειά περισσότερος ελεύθερος χρόνος;».
Η διαίσθηση απαντά επίσης σε ότι θεωρούμε εμείς σημαντικό. Η στάση μας απέναντι σε ένα ερώτημα ή το άτομο που το υποβάλλει μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στο αν το υποσυνείδητο μας θα δώσει τις σωστές απαντήσεις. Αν δε συμπαθούμε κάποιο άτομο, είναι πολύ πιθανό να μην του δώσουμε και τις σωστές απαντήσεις. Επίσης για να είναι καλή μία ερώτηση πρέπει να είναι αρκετά ακριβής. Τόσο ακριβής ώστε να μπορεί να λάβει μία ακριβή απάντηση.
Δε θα πρέπει να είναι μία σύνθετη ερώτηση («Θα παντρευτώ και θα κάνω παιδιά;»), γιατί συνήθως τότε προτιμά να απαντά στο πρώτο μέρος της ερώτησης («Μπορεί να παντρευτείς αλλά να μην κάνεις παιδιά»). Ακόμα θα πρέπει να αντικατοπτρίζει αυτό που πραγματικά θέλουμε να ρωτήσουμε και να μην είναι μία επιφανειακή ερώτηση, κάτω από την οποία κρύβεται στην πραγματικότητα μία άλλη.
Η διαίσθηση μας μιλάει όμως συνήθως με συναισθήματα. Είναι μία λειτουργία παλιά, παλιότερη ακόμα και από τη λειτουργία της όρασης μας και επικοινωνεί μαζί μας σε άλλη γλώσσα. Το «Όχι» ή το «Ναι» ως απάντηση σε μία ερώτηση μας δε θα έρθει με τη μορφή ενός ήχου που θα ακουστεί στο μυαλό μας, του ήχου της συγκεκριμένης λέξης. Θα έρθει στο νου μας με τη μορφή συναισθήματος. Αν νιώσουμε βέβαια ότι το συναίσθημα μας αφορά προσωπικά, τότε υπάρχει κίνδυνος να αναμειγνύονται και προσωπικά μας βιώματα και να μας μιλάει το υποσυνείδητο και όχι η διαίσθηση. Αν όμως το συναίσθημα δε μας αφορά προσωπικά, αλλά δείχνει να αφορά κάποιον άλλο, δείχνει να είναι πιο ασφαλής η πρόβλεψη ότι προέρχεται από τη διαισθητική λειτουργία.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της διαίσθησης είναι ότι σα διαδικασία δεν είναι γραμμική. Δεν εξάγει δηλαδή συμπεράσματα βασισμένη σε όσα γεγονότα έχουν ήδη συμβεί. Μπορεί να δώσει στοιχεία για πράγματα που δεν έχουμε δει ποτέ στη ζωή μας και αφορούν άλλο χρόνο ή άλλο χώρο. Τις πληροφορίες αυτές καλούμαστε εκ των υστέρων να ερμηνεύσουμε και να επαληθεύσουμε στο χρόνο. Οι πληροφορίες που μας δίνει έρχονται στο νου μας άμεσα (σα να λέγαμε ότι έχουμε κάποια επιφοίτηση). Δεν περιέχουν διαδικασία συμπερασμάτων. Εάν μέσα στο νου μας εντοπίσουμε σκέψεις της μορφής «Αφού συμβαίνει αυτό, άρα θα πρέπει να ισχύει και κείνο», τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχουμε αφήσει τη λογική να παρέμβει.
Ένα άλλο λάθος που κάνουμε συνήθως είναι το ότι συγχέουμε τη διαίσθηση με άλλες ικανότητες όπως ο πνευματισμός ή η τηλεπάθεια. Οι ικανότητες αυτές είναι τελείως διαφορετικές από τη διαίσθηση. Το να είναι κανείς διάμεσο (μέντιουμ) και να δέχεται μηνύματα από άλλο κόσμο ή να «ακούει» τις σκέψεις του άλλου δεν έχουν σχέση με την ικανότητα της διαίσθησης να προβλέπει το μέλλον.
Η διαίσθηση διαφέρει επίσης κι από αυτό που ονομάζουμε μνήμη, είτε συνειδητή είτε υποσυνείδητη. Πολλές φορές νομίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με διαίσθηση, αλλά στην πραγματικότητα ανασύρουμε υποσυνείδητες μνήμες. Το υποσυνείδητο όμως μιλάει συνήθως για πράγματα που μας αφορούν προσωπικά και τα έχουμε βιώσει. Δεν μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για το ποιο άλογο θα κερδίσει την κούρσα ή το αν ποιος θα βγει στις επόμενες εκλογές.
Πώς λειτουργεί η διαίσθηση;
Το πιο σημαντικό πράγμα που χρειάζεται για να λειτουργήσει η διαδικασία της διαίσθησης είναι ένα κίνητρο. Το κίνητρο αποτελεί και την ώθηση, που είναι απαραίτητη για να μπει σε λειτουργία η διαδικασία της διαίσθησης. Η ερώτηση που κάνουμε δημιουργεί την ανάγκη – στα αρχαία χρόνια ενδεχομένως αντικατόπτριζε μία ανάγκη επιβίωσης – και δίνει το κίνητρο στον οργανισμό να συγκεντρωθεί και να λειτουργήσει διαισθητικά, για να λύσει πιθανότατα ένα πρόβλημα, που δεν έχει επαρκή στοιχεία να το λύσει με τη λογική. Δε θα πρέπει όμως να συγχέουμε τη διαίσθηση με το ένστικτο. Το ένστικτο αφορά λειτουργίες ζωικές που έχουν αποθηκευτεί μέσα μας εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι όμως μία λειτουργία καθαρά εμπειρική και δεν έχει να κάνει σε τίποτα με πρόβλεψη.
Αν θέλαμε να μπούμε λίγο εσωτερικά στο μηχανισμό της διαίσθησης, θα λέγαμε καταρχήν ότι ο μηχανισμός αυτός είναι κάτι με το οποίο γεννιόμαστε. Δεν είναι κάτι που αποκτούμε με την εκπαίδευση ή την ανατροφή. Είναι μία έμφυτη λειτουργία όπως η λογική, που τη χρησιμοποιούμε – και σε συνδυασμό με αυτή – για να παίρνουμε καθημερινές αποφάσεις. Η διαίσθηση δεν ταυτίζεται με το συναίσθημα. Λογική, διαίσθηση και συναίσθημα είναι ξεχωριστές μεταξύ τους λειτουργίες, που δυστυχώς όμως δεν έχουμε μάθει ακόμα να ξεχωρίζουμε. Για το λόγο αυτό δεν μπορούμε ως τώρα να χρησιμοποιήσουμε και τη διαίσθηση σωστά.
Πώς θα καταλάβουμε όμως τι είναι αυτό που μας λέει η διαίσθηση μας; Πώς θα εντοπίσουμε το μέρος προς το οποίο μας οδηγεί; Είναι τόσο εύκολο να κατανοήσουμε τα μηνύματα της; Συνηθισμένοι στην εποχή της πληροφορίας, εκλαμβάνουμε συνήθως κυριολεκτικά τις εικόνες που πλημμυρίζουν το νου μας όταν είμαστε σε διαισθητική λειτουργία. Επιμένουμε έτσι στην ίδια την πληροφορία, αντί να εξετάζουμε το συναίσθημα που κουβαλάει.
Η διαίσθηση μας όμως λειτουργεί όπως έχουμε πει και πιο πάνω με εικόνες φορτισμένες με συναίσθημα. Εικόνες χαράς, αισιοδοξίας, αποδοχής δεν είναι παρά συμβολικές εικόνες που χρησιμοποιεί η διαίσθηση μας για να πει το «Ναι», ενώ εικόνες λύπης, απόσταση ή μοναξιάς μπορεί να είναι μηνύματα που να δείχνουν το «Όχι».
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η διαίσθηση μας είναι μία γλώσσα αρχαία, που έχουμε ξεχάσει να χρησιμοποιούμε συνειδητά (ή ίσως δε μάθαμε ποτέ). Μόνο το υποσυνείδητο μας ξέρει να την κατανοήσει, καθώς κι αυτό χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα για να μας μιλά. Έτσι τα μηνύματα της διαίσθησης μας συγχέονται πολλές φορές με το ίδιο το προσωπικό μας υποσυνείδητο. Στην πραγματικότητα είναι διαφορετικά πράγματα, μιλάνε όμως στην ίδια γλώσσα. Τη γλώσσα του συναισθήματος και των συμβόλων.
Δεν πρέπει συνεπώς να εκλαμβάνουμε κυριολεκτικά τις εικόνες που πλημμυρίζουν το νου μας όταν μας μιλά η διαίσθηση. Επιπλέον πρέπει να μάθουμε να προσέχουμε περισσότερο τα συναισθήματα που μας δημιουργούνται από τις ίδιες τις πληροφορίες. Και να θυμόμαστε ότι η προσοχή μας στρέφεται σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση για ένα σκοπό.
Αν μέχρι σήμερα έχουμε συνηθίσει να απωθούμε στο υποσυνείδητο τα μηνύματα της διαίσθησης, επειδή δείχνουν να μην έχουν λογική, από δω και στο εξής θα πρέπει να τα κρατάμε πλέον στη μνήμη σας ΣΑΝ να είχαν λογική. Προσποιούμενοι ότι υπάρχει όντως η πιθανότητα αυτά τα μηνύματα να έχουν λογική, αρχίζουμε να τους δίνουμε την απαραίτητη προσοχή και να τα λαμβάνουμε υπόψη στην καθημερινή μας ζωή.
Η διαίσθηση λοιπόν είναι και ένα παιχνίδι. Όπως τα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά, νομίζουμε συνήθως ότι δεν έχει λογική. Στην πραγματικότητα όμως έχει λογική, απλά είναι διαφορετική.
Ένας άλλος λόγος που δεν έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε ακόμα σωστά τη διαίσθηση είναι ότι δεν έχουμε μάθει να εντοπίζουμε τα δεδομένα που προέρχονται από αυτήν και να τα διακρίνουμε από τα δεδομένα της λογικής ή του συναισθήματος. Η διαίσθηση μας υπάρχει, αλλά εμείς δεν έχουμε μάθει να στρέφουμε την προσοχή μας προς αυτή.
Όπως θεωρούμε την όραση μας δεδομένη και δεν προσέχουμε μικρά ερεθίσματα από άλλες αισθήσεις, έτσι έχουμε μάθει να βασιζόμαστε στην τετράγωνη λογική μας και δίνουμε πολύ λίγη σημασία στις προειδοποιήσεις της διαίσθησης.
Η διαίσθηση μας λοιπόν – όπως προκύπτει από τα παραπάνω – αρχίζει να λειτουργεί όταν οι υπόλοιπες από τις αισθήσεις μας αρχίζουν να υποχωρούν. Εστιάζοντας την προσοχή μας σε κάθε μία από τις αισθήσεις μας, μπορούμε σιγά σιγά να τις οδηγήσουμε στο να εξασθενήσουν. Μόνο όταν ησυχάζουμε μέσα μας, μπορούμε να αρχίσουμε να συγκεντρωνόμαστε στη διαίσθηση και να μαζεύουμε τις πληροφορίες της. Και μόνο τότε μπορούμε να αρχίσουμε να καταγράφουμε εντυπώσεις.
Πώς αναπτύσσουμε τη διαίσθηση;
Η διαίσθηση όπως είπαμε αρχίζει με μία ερώτηση. Ερώτηση που πρέπει να είναι ακριβής, να μην κρύβει από πίσω της άλλες ερωτήσεις και να μην είναι σύνθετη. Στα πλαίσια αυτά το πρώτο στάδιο στο να μπει κανείς σε διαισθητική λειτουργία είναι να κοιτάζει τις ερωτήσεις του. Να τις κοιτάζει επανεξετάζοντας τις όπου χρειάζεται και σιγουρευόμενος ότι ανταποκρίνονται καλύτερα σε αυτό που θέλει.
Έχοντας κάνει την ερώτηση και προτού προχωρήσουμε στην κανονική διαδικασία χρειαζόμαστε συνήθως μία διαδικασία προθέρμανσης. Ο νους μας θα πρέπει να μάθει να ρέει από συνειρμό σε συνειρμό, χωρίς να λογοκρίνεται. Η συνείδηση μας θα πρέπει να μάθει να παρακολουθεί τους συνειρμούς και να βλέπει προς τα πού μας πάνε. Δεν πρέπει να ανακόπτει το δρόμο ή να ορίζει την κατεύθυνση. Απλά να αξιολογεί αυτά που βλέπει και να καταγράφει αν απαντούν στο διατυπωμένο ερώτημα. Στην περίπτωση που αισθάνεται ότι αυτό δε συμβαίνει πρέπει να ενθαρρύνει απλά το νου να συνεχίσει τη διαδικασία.
Μία συνηθισμένη άσκηση χαλάρωσης και εξάσκησης του νου να ακολουθεί τη ροή των συνειρμών είναι η συγκέντρωση σε μία μόνο από τις πέντε αισθήσεις μας. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας π.χ. στα ερεθίσματα της ακοής, προσπαθούμε να ακούσουμε και το παραμικρό μέσα στο χώρο και παρατηρούμε με ποια σειρά έρχονται στην αντίληψη μας οι διάφοροι ήχοι του χώρου.
Τυχόν ερεθίσματα από άλλες αισθήσεις τα θεωρούμε παρεμβολές και τα σπρώχνουμε «μαλακά» στην άκρη της προσοχής μας, χωρίς να αναστατώσουμε την ηρεμία μας. Η στάση μας είναι ανάλογη με την τρυφερότητα που καθοδηγούμε ένα μικρό παιδί να συγκεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο παιχνίδι. Χαμογελαστά, με ηρεμία και με τρυφερότητα του θυμίζουμε ότι έχει σκοπό να προσέχει ερεθίσματα μόνο μίας από τις αισθήσεις. Από την άλλη αν το παιδί επιμένει να μας δείχνει κάτι άλλο, ίσως αξίζει να το προσέξουμε – ίσως να καίγεται π.χ. το φαγητό μας.
Με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνουμε να επικεντρωνόμαστε σε μία από τις αισθήσεις, μπορούμε να μάθουμε να «αφηνόμαστε» και σε δεδομένα που έρχονται μέσα από το νου μας σαν εικόνες, χωρίς να τις αντιλαμβανόμαστε με κάποια από τις πέντε αισθήσεις μας. Με τέτοιου είδους ασκήσεις, προετοιμάζουμε (προθερμαίνουμε) το νου μας για την καθΆ αυτό λειτουργία της διαίσθησης που θα ακολουθήσει.
Η διαδικασία είναι ίδια με αυτή που κάνουμε υποσυνείδητα όταν ονειρευόμαστε, μόνο που στον ύπνο μας η συνείδηση μας κοιμάται και δεν παρατηρεί τις εικόνες αυτές. Επιπλέον στα όνειρα μας δεν υπάρχουν μόνο δεδομένα διαισθητικά αλλά και δεδομένα συναισθηματικά, τα οποία ανακατεύονται. Για το λόγο αυτό τα όνειρα μας δεν μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς διαισθητικά. Αφορούν συνήθως τον εαυτό μας κι εκεί εμπλέκεται πάντα ο υποκειμενικός παράγοντας. Αντίθετα αν οι πληροφορίες μας αφορούν κάποιον άλλο, είναι πιο πιθανό να πρόκειται για αμιγώς διαισθητικό μήνυμα.
Πίσω από τη διαδικασία «χαλάρωσης» που περιγράψαμε πιο πάνω κρύβεται στην πραγματικότητα η άποψη ότι δεν είναι τυχαίο το πού στρέφουμε την προσοχή μας κάθε φορά για να παρατηρήσουμε με τις αισθήσεις μας. Η διαίσθηση μας προϋπάρχει και στρέφει την προσοχή μας εκεί που χρειάζεται.
Λειτουργεί όμως τόσους αιώνες υποσυνείδητα, γιατί δεν έχουμε μάθει να την αναγνωρίζουμε και να της δίνουμε την απαραίτητη προσοχή. Έχει γίνει κράμα με τις υποσυνείδητες εμπειρίες μας – που είναι υποκειμενικές – και πρέπει με επίπονη διαδικασία να προσπαθήσουμε να την εξασκήσουμε συνειδητά για να αρχίσει να λειτουργεί καθαρά και πέρα από τις άλλες λειτουργίες μας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να αναπτύξουμε τη διαίσθηση μας είναι να μάθουμε να ξεχωρίζουμε ποιες πληροφορίες έρχονται από αυτήν και ποιες πληροφορίες προέρχονται από άλλες λειτουργίες όπως η λογική ή το συναίσθημα. Και για να το επιτύχουμε αυτό, θα πρέπει να μάθουμε να εστιάζουμε την προσοχή μας στις επιμέρους λειτουργίες μας. Να τις παρατηρήσουμε και να τις ξεχωρίσουμε.
Παράλληλα θα πρέπει να μάθουμε να απομονώνουμε τις επιδράσεις της εκπαίδευσης μας από την κοινωνία, που μας υποδεικνύει τι πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι πραγματικό και τι πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι φανταστικό. Τις επιδράσεις αυτές δε θα πρέπει να τις αφήνουμε να λογοκρίνουν τις πληροφορίες που μας τροφοδοτεί η διαίσθηση.
Ένα άλλο ζήτημα που αφορά τη διαδικασία της διαίσθησης είναι η καταγραφή των εικόνων. Από τις μελέτες που έχουν γίνει έχει διαπιστωθεί ότι ο καλύτερος τρόπος καταγραφής τους είναι με την ομιλία. Χρησιμοποιώντας μέσα που καταγράφουν την ομιλία, όπως μαγνητόφωνο ή κάμερα, μπορούμε να καταγράψουμε άμεσα τις εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό με τη διαίσθηση χωρίς να δώσουμε το χρόνο στη λογική σκέψη να παρέμβει και να τις επεξεργαστεί.
Αντίθετα, αν επιλέξουμε το γράψιμο ως μέθοδο καταγραφής, δίνουμε το χρόνο στη σκέψη να παρέμβει και να λογοκρίνει τις εικόνες που δημιουργεί η διαίσθηση. Αν ωστόσο δεν έχουμε άλλο τρόπο να καταγράψουμε τα αποτελέσματα της διαίσθησης παρά με το γράψιμο, θα πρέπει να προσέξουμε ώστε η διαδικασία να είναι όσο το δυνατό πιο αυτόματη και να μην παρεμβαίνει όσο γίνεται η λογική.
Η καταγραφή των εντυπώσεων αυτών όμως δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Δεν είναι δα και τόσο απλό να καταγράφουμε ότι βλέπουμε και ακούμε την ίδια στιγμή που το βλέπουμε και το ακούμε. Η διαδικασία αυτή απαιτεί εξάσκηση, ταχύτητα και προσοχή. Απαιτεί ετοιμότητα, ώστε η ροή των πληροφοριών να αρχίσει αμέσως μόλις υποβληθεί μία ερώτηση. Οποιουδήποτε τύπου λογοκρισία αποδεικνύεται εξαιρετικά βλαβερή. Από την άλλη πλευρά βέβαια ακόμα και οι παρεμβάσεις λογοκρισίας – εφόσον είναι επίμονες – μπορεί να συνιστούν κι οι ίδιες ένα μήνυμα από τη διαίσθηση μας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως θα πρέπει με ασκήσεις συγκέντρωσης και ηρεμίας να μάθουμε να ησυχάζουμε τη συνείδηση μας και να αρχίσουμε να ξεχωρίζουμε τα μηνύματα που προέρχονται από αυτήν από τις «διακοπές» που προέρχονται από το περιβάλλον ή την αυτολογοκρισία μας.
Για να μπει κανείς συνήθως σε διαισθητική λειτουργία έχει ένα δικό του τυπικό, που του επιτρέπει να χαλαρώνει. Μπορεί να αναπνέει αργά, να κάθεται άνετα, να οραματίζεται κάτι. Η διαδικασία αυτή, όταν τυποποιείται, βοηθά τον εαυτό μας να καταλαβαίνει ότι του ζητούμε να μπει σε άλλη κατάσταση, ενώ κάνοντας την αντίστροφα, τον ειδοποιεί ότι θέλουμε να επιστρέψουμε στην κατάσταση λογικής σκέψης. Η διαδικασία αυτή δεν έχει καμία σχέση με αυτό που λέμε «έκσταση». Είναι μία απλή διαδικασία χαλάρωσης και ηρεμίας του νου.
Επί της ουσίας η διαίσθηση λειτουργεί σε δύο στάδια. Στο πρώτο είμαστε ανοικτοί σε πληροφορίες χωρίς να τις κρίνουμε λογικά. Στο δεύτερο ερμηνεύουμε τα στοιχεία που έχουμε δει, χρησιμοποιώντας τόσο την ίδια τη διαίσθηση (και πάλι) αλλά αυτή τη φορά και τη λογική. Τα περισσότερα λάθη πρέπει να πούμε ότι γίνονται στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας. Κι αυτό γιατί εδώ εισέρχεται ο υποκειμενικός παράγοντας, η προσωπική γλώσσα αποσυμβολισμού που έχει ο καθένας μας. Συμβολισμοί όπως αυτοί που αναφέρονται στα βιβλία ερμηνείας ονείρων δεν μπορούν να εξηγήσουν τις διαισθητικές εντυπώσεις μας (και καμιά φορά ούτε και τα ίδια τα όνειρα).
Καθένας μας έχει τη δική του γλώσσα αποσυμβολισμού, γλώσσα την οποία θα πρέπει να μάθει να εντοπίζει και να καταγράφει. Ασκήσεις στις οποίες καλούμαστε να καταγράψουμε εικόνες και σύμβολα που για μας σημαίνουν καλό ή κακό, χαρά ή λύπη μας βοηθούν να καταγράψουμε τη δική μας προσωπική γλώσσα συμβόλων και έτσι να την έχουμε διαθέσιμη όταν χρειαστεί να ερμηνεύσουμε τις διαισθητικές μας εντυπώσεις.
Τεχνικές για λήψη αποφάσεων
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές για να βάλουμε τη διαίσθηση μας να λειτουργήσει. Έχοντας κάνει την απαραίτητη προθέρμανση, όπως περιγράψαμε πιο πάνω η πιο απλή διαδικασία είναι να ανασηκώσουμε το βλέμμα και να αρχίσουμε να καταγράφουμε ότι έρχεται στο μυαλό μας σα σκέψη, οσοδήποτε ανόητο ή άσχετο και να το θεωρούμε. Για παράδειγμα μπορεί κανείς να δει μπροστά του ένα ύφασμα καναπέ. Το ύφασμα να έχει ραβδώσεις, που να είναι κάπως παλιές από τον καιρό. Η αίσθηση του παλιού μπορεί να του φέρει μελαγχολία, να του θυμίσει τα βασανισμένα παιδικά του χρόνια και τον πατέρα του που δεν τον άφηνε να χαρεί. Ονόματα μπορεί να έρθουν στη μνήμη, έπιπλα από το παλιό σπίτι, μέρη που είχε επισκεφτεί ο ίδιος με τον πατέρα του, αναμνήσεις, λέξεις που ειπώθηκαν και άλλα πολλά.
Οι παραπάνω πληροφορίες θα πρέπει να καταγράφονται με απόλυτη ηρεμία. Θα μπορούσαν να καταγράφονται σε ένα μαγνητόφωνο ή να τα καταγράφει κάποιος άλλος που κάθεται δίπλα (και δίνει και το σύνθημα της έναρξης στην αρχή). Μαζί με τις εικόνες θα πρέπει να καταγράφονται και τα συναισθήματα, η μοναξιά, το σκοτάδι, η αίσθηση στριμώγματος, ότι νιώθει κανείς εκείνη τη στιγμή στο σώμα του την ώρα που τα θυμάται όλα αυτά. Τα αισθήματα όμως θα πρέπει να είναι σωματικά και να μην ξεσηκώνουν το νου.
Αν κανείς στενοχωρηθεί από αναμνήσεις, θα πρέπει να παίρνει μία βαθιά ανάσα και με γλυκό τρόπο να επαναφέρει το «παιδί» του νου μέσα του στο προκείμενο δηλαδή τη ροή περισσότερων εντυπώσεων. Σε όλη τη διαδικασία ο νους θα πρέπει να είναι απόλυτα ήσυχος και ερεθίσματα από το περιβάλλον (κουδούνια, τηλεόραση, παιδιά που φωνάζουν) να αποφεύγονται εφόσον λειτουργούν ως παρεμβολές (όλα είναι σχετικά βέβαια, γιατί αν μία αναμμένη τηλεόραση χωρίς ήχο μας βοηθάει να αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι, μπορεί να ησυχάζει το νου και να βοηθά στη συγκέντρωση).
Μία άλλη τεχνική απάντησης είναι αυτή του Ναι / Όχι. Κάνοντας την ίδια παραπάνω διαδικασία καταγράφουμε αν οι εντυπώσεις που δεχόμαστε και τα συναισθήματα που νιώθουμε είναι περισσότερο θετικά ή περισσότερο αρνητικά. Αν η εντύπωση που μας δίνεται είναι θετική, τότε η απάντηση στο ερώτημα μας μπορεί να είναι Ναι, ενώ στην αντίθετη περίπτωση να είναι Όχι.
Στην περίπτωση που θέλουμε μία απάντηση σε κάτι πιο κερδοσκοπικό, π.χ. αν η τιμή μίας μετοχής θα ανέβει τότε χρησιμοποιείται μία τεχνική που έχει να κάνει με σύγκριση αντικειμένων. Οραματίζεται κανείς ότι ακριβώς μπροστά του βρίσκεται ένα αντικείμενο (ένα μήλο, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, κάτι που να έχει νόημα). Είναι πολύ σημαντικό να μην εμπλέκονται προσωπικές σκέψεις στη διαδικασία αυτή (θα οραματιστώ το αυτοκίνητο που μΆ αρέσει). Η λογική είναι να αφήνω τη διαίσθηση να δημιουργήσει το αντικείμενο κι όχι τις δικές μου επιθυμίες. Μπορεί κανείς για παράδειγμα μέσα στις σελίδες του βιβλίου που κρατάει στα χέρια του να αρχίσει να οραματίζεται ότι τα γράμματα αρχίζουν και σχηματίζουν ένα αντικείμενο. Μπορεί να βλέπει τις άκρες του αντικειμένου να περνούν ανάμεσα στο γ και το λ. Αν δεν μπορεί να το καταφέρει αυτό κανείς είναι πολύ σημαντικό να προσποιηθεί ότι μπορεί.
Έχοντας σχηματίσει ένα πρώτο αντικείμενο μπροστά του και έχοντας κοιτάξει με λεπτομέρεια τα επιμέρους στοιχεία (το χρώμα του μήλου, τα παράθυρα του αυτοκινήτου, την πόρτα του σπιτιού), στρέφει κανείς στιγμιαία το βλέμμα του σε ένα άλλο σημείο, το σταθεροποιεί και αρχίζει να κατασκευάζει ένα άλλο αντικείμενο παρόμοιο με το πρώτο (ένα άλλο μήλο, ένα άλλο σπίτι, ένα άλλο αυτοκίνητο).
Το φτιάχνει ίδιο ή διαφορετικό αναλόγως τι αίσθημα έχει, το κατασκευάζει με προσοχή στη φαντασία του και αισθάνεται τις λεπτομέρειες του. Έχοντας τελειώσει με την κατασκευή του δεύτερου αντικειμένου ο ασκούμενος ερωτάται ξαφνικά από κάποιον άλλο (που βοηθά) ή κάνει την ερώτηση στον εαυτό του ξαφνικά (το ξαφνικά θα πρέπει να είναι ειλικρινές κάτι που μόνο αυτός φυσικά το ξέρει) ποιο από τα δύο αντικείμενα είναι μεγαλύτερο; Στην ερώτηση αυτή θα πρέπει να απαντήσει χωρίς να σκεφτεί. Ειδικά για κάποιον που ξέρει ήδη την άσκηση είναι πολύ σημαντικό να την κάνει αβίαστα χωρίς να πιέσει τον εαυτό του να κατασκευάσει επίτηδες ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αντικείμενο τη δεύτερη φορά.
Ανάλογα με το αν το δεύτερο αντικείμενο ήταν μεγαλύτερο ή μικρότερο από το πρώτο, αποφασίζει κανείς αν η τιμή της μετοχής θα ανέβει ή όχι. Βέβαια, θα πρέπει κανείς να θυμάται πάντα ότι η ερώτηση του μπορεί να υποκρύπτει άλλες. Μπορεί π.χ. να ρωτά στην πραγματικότητα αν θα κερδίσει ο ίδιος κι όχι αν θα ανέβει η μετοχή κι έτσι να λάβει λάθος απαντήσεις. Είναι πάντα πρόβλημα όταν κανείς εμπλέκεται προσωπικά με προοπτική κέρδους να κάνει σωστές προβλέψεις, γι΄αυτό χρειάζεται να έχει κανείς απόλυτη ειλικρίνεια με τον εαυτό του.
Μία άλλη τεχνική πρόβλεψης έχει να κάνει με το διαχωρισμό του χρόνου. Όντας σε κατάσταση που δεχόμαστε εντυπώσεις και κάνοντας την ερμηνεία σε τι χρόνο θα μπορούσαμε να βάλουμε τις εντυπώσεις αυτές; Είναι εντυπώσεις από το παρελθόν; Είναι κάτι που συμβαίνει τώρα; Ή κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμα; Συνήθως εντυπώσεις που έχουν συμβεί ήδη, μας δημιουργούν και ανάμνηση συναισθήματος, ενώ το τι συμβαίνει στο μέλλον δείχνει να είναι πιο αποστασιοποιημένο σαν εντύπωση.
Μερικοί διαισθητικοί προσπαθούν να εκπαιδεύουν τον εαυτό τους να προσανατολίζεται πιο πολύ στο μέλλον ή το παρελθόν ή το παρόν. Κάθε διαισθητικός έχει διαφορετικές ικανότητες. Άλλος αισθάνεται ότι αυτά που βλέπει αφορούν το μέλλον, ενώ άλλος αισθάνεται ότι είναι πράγματα που έχουν συμβεί.
Το προσωπικό στυλ έχει επίσης σημασία στη διαδικασία της διαίσθησης. Άλλος δουλεύει περισσότερο με οπτικές εντυπώσεις, ενώ άλλος ακούει περισσότερο ήχους ή αισθάνεται σφιξίματα και ερεθίσματα στο σώμα του. Άλλος δέχεται εικόνες φύσης και άλλος αριθμούς και εικόνες μαυρόασπρες. Κατά τη γνώμη κάποιων διαισθητικών ακόμα και τα διάφορα συστήματα πρόβλεψης π.χ. Ταρώ ή Αστρολογία ή το Ι-Τσιγκ δεν είναι παρά προσωπικά στυλ που καθιερώθηκαν ως αυτόνομα συστήματα πρόβλεψης.
Η τεχνική του τετραγώνου και του κύκλου
Άλλες τεχνικές που χρησιμοποιούν κάποιοι διαισθητικοί είναι η τεχνική του τετραγώνου και η τεχνική του κύκλου. Στην τεχνική του τετραγώνου οραματίζεται κανείς ότι βρίσκεται στην κάτω δεξιά γωνία του τετραγώνου και βλέπει ποια είναι η κατάσταση του τώρα. Δέχεται εντυπώσεις, συναισθήματα, εικόνες και αποφασίζει όταν κάποια στιγμή αισθάνεται ότι είναι καιρός να προχωρήσει στην επόμενη γωνία, την κάτω αριστερά. Εκεί δέχεται εντυπώσεις για κάτι που πρόκειται να συμβεί.
Τι θα είναι αυτό το γεγονός; Ποιοι θα εμπλέκονται; Πότε θα γίνει; Κατόπιν, όταν νιώσει ότι το γεγονός έχει γίνει και νιώθει την ανάγκη να δει παρακάτω, πάει στην πάνω αριστερά γωνία και βλέπει τι επιδράσεις έχει αυτό το γεγονός στους ανθρώπους; Ποιοι άλλαξαν; Τι συνέβη στο περιβάλλον; Τι εικόνες έχουν δημιουργηθεί; Έχοντας δει με όση λεπτομέρεια αισθάνεται ο ίδιος άνετα τις επιδράσεις, πηγαίνει στην πάνω δεξιά γωνία και οραματίζεται πώς άλλαξε η αρχική κατάσταση τώρα, αυτή που είχε δει στην κάτω δεξιά γωνία; Τι διαφοροποιήσεις έγιναν; Τι αλλαγές;
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένας ασκούμενος νιώθει σαν τρέχουσα κατάσταση να είναι σε ένα υπόγειο σταθμό, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που τους νιώθει απειλητικούς για το σώμα του. Ότι τον πλησιάζουν πολύ και θέλει να τους κρατήσει μακριά.
Σα γεγονός ο ασκούμενος νιώθει το απλό γεγονός ότι κοιτάζει προς τα πάνω. Κοιτάζοντας προς τα πάνω πηγαίνει αυτόματα στην επόμενη γωνία και βρίσκεται έξω από το σταθμό μέσα από μία μεγάλη τρύπα που βγάζει στην επιφάνεια (ναι, ναι, όπως στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας). Εκεί στην επιφάνεια βρίσκεται μία ηλιόλουστη φύση, γεμάτη γέλια παιδιών και λουλούδια που μυρίζουν όμορφα. Η αρχική κατάσταση έχει αλλάξει πλέον δραματικά. Είναι ελεύθερος.
Φυσικά τα παραπάνω ερμηνεύονται και ως βιώματα και δεν είναι απόλυτο ότι αφορούν κάποιο αντικειμενικό ερώτημα προς απάντηση. Αν η ερώτηση όμως έχει να κάνει με το αν θα αποκτήσει λεφτά αν παίξει στον ιππόδρομο και το γεγονός που βλέπει η μητέρα του που του διαβάζει ένα παραμύθι και μετά από αυτό αισθάνεται ελεύθερος, τότε θα ήταν ίσως βάσιμο να παίξει κανείς σε ένα άλογο που το λένε Χιονάτη στις ιπποδρομίες.
Τελειώνοντας με τις τεχνικές ας πούμε και λίγα πράγματα για την τεχνική του κύκλου. Με την τεχνική αυτή κανείς διαχωρίζει όπως και πριν καταστάσεις του χρόνου αλλά και τον εαυτό του από το περιβάλλον. Ανασηκώνοντας το βλέμμα μετά την προθέρμανση, κανείς οραματίζεται ότι βρίσκεται στο κέντρο ενός κύκλου. Βλέπει γύρω γύρω του το γενικό περίγραμμα του κύκλου, αλλά προς το παρόν επικεντρώνεται στο σημείο που βρίσκεται αυτός. Αυτό είναι το κέντρο. Εκεί καταγράφει τις εντυπώσεις του.
Πώς είναι εκεί; Είναι σκοτεινά; Φωτεινά; Είναι μόνος του; Φοβάται; Του αρέσει; Μετά στρέφεται προς τα έξω προσπαθώντας να περιγράψει το εσωτερικό του κύκλου. Τι συμβαίνει εκεί; Υπάρχουν άλλοι; Υπάρχουν αντικείμενα; Πώς είναι ο κύκλος; Μεγάλος, μικρός; Γεμάτος; Άδειος;
Κατόπιν φτάνει σιγά σιγά σε ένα όριο. Από κει και έξω υπάρχουν οι άλλοι; Δεν είναι δικό του ότι υπάρχει εκεί έξω. Καταγράφει σιγά σιγά το όριο του κύκλου του. Κοιτάζει στο δωμάτιο σα να βλέπει πραγματικά το όριο του κύκλου. Σταματάει εκεί στο παντζούρι κι εδώ έρχεται μέχρι το χαλάκι της εισόδου. Μετά αφού καταγράψει το όριο του σταθερά στο μυαλό (ακόμη κι αν δεν μπορεί πρέπει να προσποιηθεί) κάνει ένα κλικ και βρίσκεται ξαφνικά εκτός κύκλου. Τι συμβαίνει εκεί; Είναι αλλιώς τα πράγματα; Από σκοτεινά βγήκε στα φωτεινά; Ή από τα ήρεμα βγήκε στο χάος; Είναι μόνος; Υπάρχουν άλλοι; Τι συμβαίνει; Ποια είναι η κατάσταση τώρα μέσα στον κύκλο; Εκεί που ήταν πριν; Πώς ήταν τα πράγματα τώρα που τα άφησε;
Μέσα από τεχνικές σαν του τετραγώνου και του κύκλου μπορεί κανείς να απαντήσει σε ερωτήματα του στυλ «Να αλλάξω δουλειά» κοιτάζοντας το πριν και το μετά από την αλλαγή της εργασίας και εξετάζοντας αν είναι καλύτερα ή χειρότερα από πριν. Οι τεχνικές βοηθούν καμιά φορά το μυαλό να φτάσει γρηγορότερα στην απάντηση, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όμως και με κάποια ελαστικότητα, καθώς όπως έχουμε πει οι δομές εμποδίζουν τη διαίσθηση να εκφραστεί.
Ανακεφαλαίωση
Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε ότι η διαίσθηση είναι μία λειτουργία έμφυτη στον άνθρωπο, που όμως δεν έχει αναπτυχθεί συνειδητά – ειδικά στην εποχή μας – επειδή ο άνθρωπος έχει μάθει να βασίζεται αποκλειστικά στη λογική του σκέψη. Προοδευτικά όμως και καθώς διαπιστώνεται ότι υπάρχουν πράγματα στα οποία δε μπορεί να μας βοηθήσει η λογική, μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας μία σειρά από βιωματικές ασκήσεις να εξασκηθεί περισσότερο στη διαίσθηση και να αρχίσει να τη χρησιμοποιεί συνειδητά.
Με τον τρόπο αυτό μπορεί να έχει κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα στη ζωή του, μπορεί όμως και όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως από την προσπάθεια και μόνο θα μάθει πράγματα για τον εαυτό του και τη λειτουργία της συνείδησης και θα κατανοήσει ότι ακόμη κι αν αυτό δε συμβαίνει στον ίδιο υπάρχουν άνθρωποι γύρω του που έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν αυτήν την ικανότητα για να παίρνουν τις αποφάσεις τους για το μέλλον.
Βιβλιογραφία – Περαιτέρω Αναφορές
H διαίσθηση και πώς να την αναπτύξετε, Laura Day, 1998, Έσοπτρον
Laura Day’s Practical Intuition, Laura Day’s Practical Intuition(TM) Web Site
The Circle: How The Power Of A Single Wish Can Change Your Life, Laura Day – The Circle
Wikipedia, Laura Day, Laura Day – Wikipedia, the free encyclopedia
Συζήτηση και απορίες στο παλιό μας φόρουμ. Διαβάστε